- αντιβόλι
- αντίβολο[ν] τό копия (рукописи или чертежа)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αντιβόλι — το (Μ ἀντιβόλιν) χνάρι, υπόδειγμα, σχέδιο σε χαρτί, δέρμα, ξύλο κ.λπ. για να κοπούν επάνω του μέρη ενδυμάτων, επίπλων κ.λπ. νεοελλ. 1. κακό παράδειγμα, παράδειγμα προς αποφυγήν 2. περίγε λως, ανόητος άνθρωπος … Dictionary of Greek